ηλεκτροπαραγωγά ζεύγη

ηλεκτροπαραγωγά ζεύγη
grups electr'ogens

Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δυναμοηλεκτρική μηχανή — Ηλεκτρική μηχανή επαγωγής, η οποία χρησιμοποιείται για τη μετατροπή της μηχανικής ενέργειας σε ηλεκτρική ενέργεια ή αντίστροφα. Ονομάζεται και δυναμό. Στην πράξη, ωστόσο, o όρος δ.μ. χρησιμοποιείται ειδικά για να υποδείξει μία ηλεκτρική μηχανή, η …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”